χρυσεργός

Revision as of 20:32, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

όν, A making or producing gold, Lyc.1352.

German (Pape)

[Seite 1380] Gold machend, Πακτωλοῦ ποτά Lycophr. 1352.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, Λυκόφρων 1352· πρβλ. λινεργός.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που παράγει χρυσό («χρυσεργὰ Πακτωλοῦ ποτά», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. φιλ-εργός].