τράχουρος

Revision as of 20:35, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

[ᾱ, or τρᾱχοῦρος, ὁ, (οὐρά) a sea-fish, A 'rough-tail', the horse-mackerel, Caranx trachurus, Numen. ap. Ath.7.326a, Phylotim. ap.Gal.6.727, Opp.H.1.99; = sorus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1136] od. τραχοῦρος, ὁ, der Rauchschwanz, ein Seefisch, Numen. bei Ath. VII, 326 b.

Greek (Liddell-Scott)

τράχουρος: ἢ τραχοῦρος, ὁ, (οὐρὰ) θαλάσσιός τις ἰχθὺς ἔχων τραχεῖαν οὐρὰν ὅμοιος πρὸς παλαμύδαν ἢ λακέρδαν, ἴσως «σαυρίδι», Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 326Α, Ὀππ. Ἁλ. 1. 99. - Ἴδε Κοραῆ μακρὰν σημείωσιν εἰς Ξενοκρ. σ. 60 καὶ 61.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τραχύουρος Ν, και τραχοῦρος, Α
γένος περκόμορφων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ-ουρος. Τη λ. δανείστηκαν και οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. trachurus].