ἰχθύς
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
(so Hdn.Gr.2.936, ἰχθῦς and ἰχθύς freq. in codd.), ἰχθύος, ὁ, acc.
A ἰχθύν Pi.Fr.306, cf. Hdn.Gr.1.416, Choerob.in Theod.1.383, in late Poets also ἰχθύα AP9.227 (Bianor), Theoc.21.45: voc. ἰχθύ Erinn. 1, Crates Com.14: pl. ἰχθύες Pl.Phd. 109e, etc., ἰχθῦς Alex.261.9, acc. ἰχθύας, contr. ἰχθῦς Od.5.53, both forms being used in Com., ἰχθῦς Ar.Ra.1068, Archipp.29, -ύας Antiph.68.12, Ephipp.21; codd. vary in Arist.HA564b19, PA644a21, D.S.5.3, Str.8.3.19, etc.; ἰχθῦς SIG997.1 (Smyrna, perhaps i B.C.); ἰχθύας BGU1123.9 (Aug.), etc.: dual ἰχθῦ Antiph.194.15:—fish, ὠμηστής Il.24.82, cf. 21.122, al., cf. Hes.Op.277, Hdt.2.93,S.Aj.1297,etc.: prov., ἀφωνότερος τῶν ἰχθύων or ἰχθύος ἀφωνότερος or ἄφωνος ὡς ἰχθύς Luc.Gall.1, cf. S.E.M.2.18: metaph., of a stupid fellow, speechless, dumber than fish, magis mutus ipsis piscibus, mutus ipsis piscibus, Plu.2.975b.
II in plural, οἱ ἰχθύες = the fish-market at Athens, παρὰ τοὺς ἰχθῦς Ar.Ra.1068; ἐν τοῖς ἰχθύσι Id.V.789, Antiph.125.1.
III pl. Ἰχθύες, the constellation Pisces, Eudox. ap. Hipparch.1.2.3; ἰ. Διός Porph. Antr.22. (ἱχθύς Att. acc. to Gell.2.3.2.) [ῡ in disyll. cases, nom. -ῡς Il.21.127, Damox.2.20, Archestr.Fr.52 (ἰχθῦς οὖσα should be read for ἰχθὺς ἐοῦσα in Matro Conv.35), acc. -ῡν Pherecr.120, Antiph.166.7, Archestr.Fr.28, but -ῠν Theoc.21.49, and apptly. Pi. l.c.: ῠ in trisyll. cases and in all compds.] (Cf. Lith. žuvìs, Arm. jukn, 'fish'.)
German (Pape)
[Seite 1276] ύος, ὁ, acc. neben ἰχθύν auch ἰχθύα, Bian. 2 (IX, 227), plur. ἰχθύες, acc. ἰχθῦς, selten ἰχθύας, wie D. Sic. 5, 3, dual. ἰχθῦ, Antiphan. bei Ath. X, 450 d, der Fisch, Hom. u. Folgde. Vgl. bes. Ath. VII u. VIII, die von den Fischen handeln. – Vom Himmelszeichen, Plut. u. Arat. – Schimpfwort für dumme Menschen, Stockfisch, ἰχθῦς τοὺς ἀμαθεῖς καὶ ἀνοήτους λοιδοροῦντες ἢ σκώπτοντες ὀνομάζομεν Plut. sol. anim. 22. – Οἱ ἰχθύες, der Fischmarkt, παρὰ τοὺς ἰχθῦς, ἐν τοῖς ἰχθύσι, Ar. Vesp. 789 Ran. 1066, Alex. Ath. III, 104 c Antiphan. VII, 287 e. [Υ ist im nom. u. acc. sing. lang (dah. Mein. bei Theocr. 21, 49, wo ἰχθύν mit kurzem υ steht, ἰχθύ' für ἰχθύα schreibt; Arcad. 91 accent. ἰχθῦς), in allen dreisylbigen Casus, sowie in den Zusammensetzungen kurz.]
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ) :
1 poisson;
2 οἱ ἰχθύες marché aux poissons.
Étymologie: DELG se retrouve en arm. et en lit.
English (Autenrieth)
ύος, acc. pl. ἰχθύας, ἰχθῦς: fish.
English (Slater)
ἰχθύς fish ]ν ἰχθύσιν (Pae. 4.20) ἰχθὺν παιδοφάγον (ἐπὶ τοῦ κήτους: Σ T Hom. Φ. 22) fr. 306.
English (Strong)
of uncertain affinity; a fish: fish.
English (Thayer)
ἰχθύος, ὁ (from Homer down), a fish: 1 Corinthians 15:39.
Greek Monolingual
ο (AM ἰχθύς)
1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια
2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες
ονομασία του τελευταίου κατά σειρά αστερισμού του ζωδιακού κύκλου
3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος» — λέγονται για υπερβολικά ολιγόλογα και σιωπηλά άτομα ή για άτομα που αδυνατούν να απαντήσουν
νεοελ. φρ.
1. Ιπτάμενος Ιχθύς και Νότιος Ιχθύς
δύο αστερισμοί του νότιου ημισφαιρίου
2. «ετήρησε σιγήν ιχθύος» — δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει
αρχ.
1. μωρός, ανόητος, ηλίθιος
2. στον πληθ. οἱ ἰχθύες
η αγορά όπου πωλούσαν ψάρια, ψαραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἰχθύς συνδέεται με αρμεν. jukn, λιθουαν. žuvis, λεττονικό zuvs και ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ghdū- «ψάρι». To i- του τ. είναι προθεματικό στοιχείο της Ελληνικής και εμφανίζεται σε ορισμένες λ. προ συμφωνικών συμπλεγμάτων με κλειστό σύμφ. (πρβλ. ι-κτίνος, αλλά και ε-χθές). Το -υ- του τ. είναι κατά την κλίση του μακρό στις δισύλλαβες πτώσεις (ονομ. ἰχθύς, κλητ. ἰχθύ) πλην της αιτ. ἰχθύν, όπου το -υ- είναι βραχύ
στις τρισύλλαβες πτώσεις (γεν. ἰχθύος, ἰχθύων) το -υ- είναι βραχύ. Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται με τη μορφή ἰχθυ(ο)- (πρβλ. ιχθυοπώλης), δηλ. με συνδετικό φωνήεν -ο-. Στη Νέα Ελληνική για τη σημ. «ιχθύς, ψάρι» χρησιμοποιείται η λ. ψάρι (< μτγν. ὀψάριον < αρχ. ὄψον «προσφάγι»). Η λ. ὀψάριον έχει τη σημ. «ψάρι» ως τροφή στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ενώ στα άλλα Ευαγγέλια χρησιμοποιείται η λ. ιχθύς και με τη σημ. «τροφή» και με τη σημ. «ζωντανό ψάρι». Η δήλωση της λ. ψάρι και για το ζωντανό ψάρι είναι μτγν. Ο τ. ἰχθύς έχει διατηρηθεί σε ορισμένα σύνθ. (πρβλ. ιχθυο-πωλείο, ιχθυο-τροφείο ιχθυό-σκαλα), ενώ χρησιμοποιούνται και αρκετά σύνθ. με ψαρ(ο)- (πρβλ. ψαρ-αγορά, ψαρό-σουπα, ψαρο-ταβέρνα).
ΠΑΡ. ιχθύδιο(ν), ιχθυϊκός, ιχθυόεις, ιχθυώδης
αρχ.
ιχθύα, ιχθυάζομαι, ιχθυακός, ιχθυείον, ιχθυήματα, ιχθυηρός, ιχθυΐα, ιχθύϊνος, ιχθυώ
μσν.
ιχθυαίος.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό βλ. ιχθυο-). (Β' συνθετικό) αρχ. άνιχθυς, άπιχθυς, εύιχθυς, κάλλιχθυς, πολυΐχθυος, πολύϊχθυς, φίλιχθυς.
Greek Monotonic
ἰχθύς: [ῡ], -ύος[ῠ], ὁ, αιτ. ἰχθύν, έπειτα ἰχθύα· κλητ. ἰχθύ· πληθ. ἰχθύες, αιτ. ἰχθύας, συνηρ. ἰχθῦς·
I. ψάρι, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. στον πληθ., οἱ ἰχθύες, ψαραγορά των Αθηνών, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθύς: ἴδε ἐν τέλ., ύος, ὁ· αἰτ. ἰχθύν, παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ὡσαύτως ἰχθύα Ἀνθ. Π. 9. 277, ἴδε ἐν τέλ,: κλητ. ἰχθὺ Ἤριννα 2, Κράτης ἐν «Θησίοις» 1. 9· - πληθ. ἰχθύες, αἰτ. ἰχθύας, συνῃρ. ἰχθῦς, Ὀδ. Ε. 53, ἀμφότεροι οἱ τύποι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Κωμ., πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 8. Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσι» 14 πρὸς: Ἀντιφάν. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 12, Ἔφιππον ἐν «Φιλύρᾳ» 2, οὕτω καὶ παρ’ Ἀριστ., κ.λ. - Κατὰ τὰ Α. Β. (44. 22) «ἰχθῦς, ἡ αἰτιατικὴ τῶν πληθυντικῶν Ἀττικώτερον ἤπερ ἰχθύας»· - δυϊκ. ἰχθῦ Ἀντιφάν. ἐν «Προβλήματι» 1. 15· πρβλ. ὀφρύς. Ὡς καὶ νῦν, ἰχθύς, «ψάρι», ὠμηστὴς Ἰλ. Ω. 82, πρβλ. Φ. 122, 203, Ὀδ. Ξ. 126, κτλ.· - παροιμ., ἀφωνότερος τῶν ἰχθύων Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 1, κτλ.· - μεταφορ., ἐπὶ μωροῦ ἀνθρώπου, Πλούτ. 2. 975Β. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., οἱ ἰχθύες, ἡ τῶν ἰχθύων ἀγορὰ ἐν Ἀθήναις, παρὰ τοὺς ἰχθῦς Ἀριστοφ. Σφ. 789, Βάτρ. 1068, Ἀντιφάν. ἐν «Κνοιθ.» 2· πρβλ. λάχανον, μύρον, κτλ. ῡ ἐν δισυλλ. πτώσεσιν· ῠ ἐν τρισυλλάβ. καὶ ἐν ἅπασι τοῖς συνθέτοις: τὴν δὲ ἐξαίρεσιν ἰχθῠν, Θεόκρ. 21. 49, ἀφαιρεῖ ἡ διόρθωσις τοῦ Meineke ἰχθύ’.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθύς: ύος (ῡ в двусложных формах, ῠ в трехсложных) ὁ (acc. sing. ἰχθύν, реже ἱχθύα; nom. pl. ἰχθῦς, реже ἰχθύες; acc. pl. ἰχθῦς, реже ἰχθύας)
1 рыба Hom. etc.: ἀφωνότερος τῶν ἰχθύων Luc. безгласнее рыб; «ἰχθῦς» τοὺς ἀμαθεῖς καὶ ἀνοήτους ὀνομάζομεν Plut. «рыбами» мы называем (в насмешку) невежд и глупцов;
2 pl. рыбный рынок: παρὰ τοὺς ἰχθῦς Arph. на рыбный рынок; ἐν τοῖς ἰχθύσι Arph. на рыбном рынке.
Middle Liddell
I. a fish, Hom., etc.
II. in plural, οἱ ἰχθῦς the fish-market, Ar.
Chinese
原文音譯:„cqÚj 衣赫替士
詞類次數:名詞(20)
原文字根:魚
字義溯源:魚*;魚或魚肉乃是食物的來源之一。初期教會的信徒,以‘魚’字為其居所或墓碑的標記,因魚的希臘文五個字母,分別為:耶穌,基督,神的,兒子,救主,五個詞的頭一個字母
同源字:1) (ἰχθύδιον)小魚 2)魚
同義字:1) (ἰχθύς)魚 2) (ὀψάριον)美味食品,魚
出現次數:總共(20);太(5);可(4);路(7);約(3);林前(1)
譯字彙編:
1) 魚(19) 太7:10; 太14:17; 太14:19; 太15:36; 太17:27; 可6:38; 可6:41; 可6:41; 可6:43; 路5:6; 路5:9; 路9:13; 路9:16; 路11:11; 路11:11; 路24:42; 約21:6; 約21:8; 約21:11;
2) 魚的(1) 林前15:39
Mantoulidis Etymological
-ύος (=ψάρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτ υμολογία. Παρ άγ ωγ α: ἰχ θ υ ό ει ς (=γ εμάτο ς ψάρ ι α), ἰχθυοειδής, ἰχθυηρός, ἰχθύδιον (=ψαράκι), ἰχθιάω-ῶ (=ψαρεύω).
Translations
fish
Abau: payr; Abaza: пслачва; Abenaki: namas; Abkhaz: аԥсыӡ; Acehnese: eungkôt; Achuar: namak; Aché: pira; Afar: kullum; Afrikaans: vis; Aguacateca: kay; Aguaruna: namak; Agutaynen: yan; Ahom: 𑜆𑜠, 𑜆𑜡; Ainu: チェㇷ゚; Akatek: txay; Akawaio: morok; Aklanon: isda'; Alamblak: yiram; Albanian: peshk; Ama: la; Amanayé: pira; Ambulas: gukwami; Amharic: ዓሣ; Amis: foting, nifotingan, ki'rafoting; Amondawa: pira; Anambé: pira; Anem: ia; Aneme Wake: yokai; Angor: kinü; Aoheng: ocen; Apache Western Apache: łóg, łóg; Apalaí: kana; Apiaká: pire; Apinayé: tep; Apurinã: shimaki; Arabic: سَمَكَة, سَمَك; Egyptian Arabic: سمك, سمكة; Gulf Arabic: سمچ, سمچة; Moroccan Arabic: حوت, حوتة; Aragonese: peix, pescau; Aramaic Classical Syriac: ܢܘܢܐ; Jewish Babylonian Aramaic: נוּנָא; Araona: hae; Arapaho: nowoˀ, biθi; Arara-Karo: ip; Arawak: hime; Araweté: pida; Arikapú: minu; Armenian: ձուկ; Old Armenian: ձուկն; Aromanian: pescu, peashti; Asi: isra; Assamese: মাছ; Assiniboine: hoga; Asturian: pexe; Atayal: qulih; Avar: ччугӏа; Avestan: 𐬨𐬀𐬯𐬫𐬀; Avá-Canoeiro: pira; Awabakal: makoro; Awtuw: gale; Aymara: challwa; Azerbaijani: balıq; Bahau: maheːk; Bakairí: kara; Bakumpai: lauk; Bakung: atok; Balangao: gidiw; Balinese: be; Baluchi: ماہی, ماہیگ; Bambara: jɛgɛ; Baniwa: kuphe; Banjarese: iwak; Baram Kayan: masik; Basap: ikan; Bashkir: балыҡ; Basque: arrain; Bats: ჭარე̆, ჭა̄რ; Bau Bidayuh: kien; Bavarian: Fiisch; Bekati': ikat; Belait: putā; Belarusian: рыба; Bengali: মাছ; Benyadu': kaːtn; Bikol Central: sira; Borôro: karo; Bouyei: byal; Breton: pesk; Brunei Malay: lauk, ikan; Buginese: bale; Buhi'non Bikol: isra; Bukat: aǯən; Bukitan: baǯow; Bulgarian: риба; Bunun: iskaan; Burmese: ငါး; Burusu: pait; Buryat: загаһан; Busang Kayan: masik; Butuanon: isda; Canela: tep; Capiznon: isda; Catalan: peix; Cavineña: hae; Cebuano: isda; Central Atlas Tamazight: ⴰⵙⵍⵎ; Central Melanau: jekan; Central Nicobarese: ká; Ch'orti': čay; Chamicuro: awachi; Chavacano: pescao; Chechen: чӏара; Chepang: ङाः; Cherokee: ᎠᏣᏗ; Cheyenne: nomaˀne; Chichewa: nsomba; Chinese Cantonese: 魚, 鱼; Dungan: йүр, йү; Gan: 魚, 鱼; Hakka: 魚, 鱼; Jin: 魚, 鱼; Mandarin: 魚, 鱼, 魚兒, 鱼儿; Min Bei: 魚, 鱼; Min Dong: 魚, 鱼; Min Nan: 魚, 鱼; Wu: 魚, 鱼; Xiang: 魚, 鱼; Chukchi: ыннээн; Chuvash: пулӑ; Cocama: ipira; Comanche: pekwi; Coptic: ⲧⲉⲃⲧ, ⲣⲁⲙⲓ; Cora: waʼi; Cornish: pysk, pesk; Cree: ᑭᓄᓭᐤ, ᓇᒣᔅ, imjiujniuni; Plains Cree: ᑭᓄᓭᐤ; Crimean Tatar: balıq; Cuyunon: isda; Czech: ryba; Dalmatian: pasc; Danish: fisk; Daur: jaus; Dawera-Daweloor: il; Dení: aba; Dhivehi: މަސް; Dibabawon Manobo: isda; Dogrib: łıwe; Dolgan: балык; Dupaningan Agta: padut; Dusun Witu: kalewes; Dutch: vis; Dzongkha: ཉ; Eastern Mari: кол; Eastern Penan: səluaŋ; Erzya: кал; Esperanto: fiŝo; Estonian: kala; Even: олра̇; Evenki: олло; Faroese: fiskur; Fijian: ika; Finnish: kala; French: poisson; Old French: poisson; Friulian: pes, peš; Fula: liingu; Gagauz: balık; Galibi Carib: woto; Galician: peixe; Gamilaraay: guya; Garo: natok; Ge'ez: ዓሣ; Georgian: თევზი; German: Fisch; Rhine Franconian: Fusch, Fisch; Golin: nil kabe; Gothic: 𐍆𐌹𐍃𐌺𐍃; Greek: ψάρι; Ancient Greek: ἰχθύς; Greenlandic: aalisagaq; Guajajára: pira; Guajá: pira; Guaraní: pira; Gujarati: માછલી; Hadza: ǀʼàmá-à; Haida: čín; Haitian Creole: pwason; Hanunoo: isda; Hausa: kifi; Hawaiian: iʻa; Hebrew: דָּג; Higaonon: suda; Hiligaynon: isda; Hindi: मछली, मत्स्य, माही, मीन, मच्छी; Hixkaryana: kana; Hlai: hla; Hopi: paakiw; Hovongan: ciɛn; Huambisa: namak; Hungarian: hal; Hunsrik: Fisch; Iban: ikan; Ibanag: sira; Icelandic: fiskur; Ido: fisho; Igbo: azụ; Ikpeng: wot; Ilocano: sida, ikan, lames; Inabaknon: dayiŋ; Indonesian: ikan; Ingrian: kala; Ingush: чкъаьра; Interlingua: pisce; Inuktitut: ᐃᖃᓗᒃ; Iraya: isda; Irish: iasc; Old Irish: íasc; Isan: ปา; Istriot: piso; Italian: pesce; Itonama: opi; Iu Mien: mbiauz; Jangkang: ikayʔ; Japanese: 魚; Javanese: ꦲꦶꦮꦏ꧀, ꦲꦸꦭꦩ꧀; K'iche': kar; Kabuverdianu: pexi; Kaingang: pirã; Kajaman: ǯən; Kalmyk: заһсн; Kamayurá: ipira; Kanakanabu: vutuukuru; Kannada: ಮೀನು; Kanowit: ǯən; Kansa: ho; Kapampangan: asan; Karachay-Balkar: чабакъ, балыкъ; Karakalpak: balıq; Karelian: kala; Karitiâna: ip; Kashubian: rëba; Kaurna: kuya; Kavalan: baut; Kawésqar: yawchen; Kayabí: pira; Kayan River Kayan: masiə̯k; Kayapó: tep; Kazakh: балық; Kelabit: luaŋ; Kelo: u; Kembayan: ikətˀn; Kendayan: ikan; Keninjal: laok; Kereho: ocɛn; Khakas: палых; Khanty: хул; Khmer: ត្រី; Khoekhoe: ǁaub; Kikuyu: thamaki; Kinaray-a: isda; Klamath-Modoc: kyem; Kombio: yokn; Komi-Zyrian: чери; Konkani: मासोळि; Korean: 물고기; Koryak: ынныын; Krahô: tep; Krisa: wè; Kuikúro: kanga; Kumbewaha: ise; Kumyk: балыкъ; Kurdish Central Kurdish: ماسی; Northern Kurdish: masî; Kuruáya: kotip; Kwak'wala: me, a̱ka̱la; Kyrgyz: балык; Lahanan: ǯən; Laboya: kaboko; Lao: ປາ; Latgalian: zivs; Latin: piscis; Latvian: zivs; Lawangan: kinaːs; Lepcha: ngu, ᰅᰫ; Lezgi: балугъ; Ligurian: péscio; Limbu: ᤏᤠ᤺; Lingala: mbisi; Lithuanian: žuvis; Livonian: kalā; Lombard: pess; Long Wat: təlo; Louisiana Creole French: pwason; Low German Dutch Low Saxon: vis, visk; German Low German: Fisch, Fösch, Visk, Fisk; Lubuagan Kalinga: la'mos; Ludian: kala; Luhya: eng'eni; Lun Bawang: lawid; Luo: rech; Luxembourgish: Fësch; Lü: ᦔᦱ; Ma'anyan: kenah; Macaguán: bopi; Macedonian: риба; Machinere: shima; Madurese: jukoʔ; Maguindanao: seda; Makuráp: potkap; Malagasy: trondro; Malay: ikan; Malayalam: മീന്, മത്സ്യം; Malayic Dayak: ikan; Maltese: ħut, ħuta; Manchu: ᠨᡳᠮᠠᡥᠠ; Mandahuaca: kuhe; Mandar: bau; Mangghuer: yuer; Manipuri: ꯉꯥ, ꯂꯦꯝꯂꯩ; Mansaka: isda; Mansi: хӯл, хул; Manx: eeast, yeeast; Maori: ika; Maquiritari: kana; Maranao: seda'; Marathi: मासा; Marshallese: ek; Marúbo: yapa; Masbate Sorsogon: sira; Masbatenyo: isda; Matís: chapa; Maxakalí: maham; Mbyá Guaraní: pira; Mehináku: kupati; Middle Dutch: visc; Middle English: fissh; Middle High German: visch; Middle Low German: visch; Mingo: kẽtsõ; Mingrelian: ჩხომი; Miraya Bikol: sira; Miskito: inska; Mocoví: nalyin; Modang: təwk; Mohawk: kéntsion; Moksha: кал; Mon: က; Mongghul: jighasi; Mongolian Cyrillic: загас; Mongolian: ᠵᠢᠭᠠᠰᠤ; Montagnais: namesh; Montana Salish: sǝˀwéˀwɬ; Movima: bilau; Mualang: ikan; Mundurukú: ashima; Muong: cả; Murik: sən; Mwani: inswi; Mòcheno: visch; Nadëb: tahüb; Nahuatl Classical: michin; Nambikwara: ainsu; Nanai: согдата, холто; Nanticoke: wammass; Piscataway: nammes; Navajo: łóóʼ; Naxi: ni; Neapolitan: pesce; Negidal: оло; Nepali: माछा; Newar: न्या, ञ; Nga La: nga; Ngaju: laok; Nganasan: колы; Ninam: yalaka; Nivaclé: saxeč; Nivkh: чо; Nogai: балык; Norman: peissoun, paîsson, païssaon; North Frisian Bökingharde: fasch; Föhr-Amrum: fask; Helgoland: Fesk; Northern Catanduanes Bicolano: isda; Northern Thai: ᨸᩖᩣ; Northern Yukaghir: альг̧а; Norwegian Bokmål: fisk; Nynorsk: fisk; Nuer: rɛc; Nukak Makú: akaji; O'odham: watopi; Occitan: peis; Ofayé: kytyiq; Ojibwe: ᑮᑰᓒ, giigoonh; Okinawan: 魚; Old Church Slavonic Cyrillic: рꙑба; Glagolitic: ⱃⱏⰺⰱⰰ; Old Danish: fisk; Old Dutch: fisk, visc; Old English: fisċ; Old Frisian: fisk; Old High German: fisc; Old Japanese: 魚; Old Javanese: iwak; Old Norse: fiskr; Old Prussian: zuks; Old Saxon: fisk; Old Swedish: fisker; Old Tupi: pirá; Oriya: ମୀନ, ମତ୍ସ୍ଯ; Oro Win: hwam; Oroch: окто; Orok: холто; Oromo: qurxummii; Oroqen: ɔlɔ; Ossetian: кӕсалгӕ, кӕф, кӕсаг, кӕф; Ot Danum: ocɪn; Ottoman Turkish: بالق, ماهی; Paiwan: ciqav, ciqaw; Palauan: ngikel; Pali: maccha; Palikur: ima; Panará: tepi; Pangasinan: sira; Papiamentu: piska; Parakanã: ipira; Pareci: kohase; Pará Arára: wot; Pará Gavião: tep; Pashto: کب, ماهي; Pataxó Hã-Ha-Hãe: mãhãm; Paumarí: abaisana; Pawnee: kʌṣixi; Pela: ŋə̆ta³¹; Persian: ماهی; Picard: pichon; Pilagá: niyak; Pipil: michin; Pirahã: itii'isi; Plautdietsch: Fesch; Polish: ryba; Portuguese: peixe; Punan Aput: ǯɛn; Punan Bah-Biau: basuow; Punan Tubu: bacow; Punjabi: ਮੱਛੀ; Puruborá: ipbay; Puyuma: kuraw; Pykobjê: tep; Quechua: challwa, callwa; Quileute: ˀá·lita; Rapa Nui: ika; Ratagnon: isda; Rawang: nga; Rejang Kayan: masiə̯k; Remontado Agta: isda; Ribun: ikatn; Rikbaktsa: piknu; Rohingya: mas; Romani: maćho; Kalo Finnish Romani: matšo; Vlax Romani: maćho; Romanian: pește; Romansch: pesch, pestg; Romblomanon: isda; Rukai: kange; Russian: рыба; Saanich: PIŚ; Saaroa: vutukuhlu; Saek: ปร๋า; Saho: caasa; Saisiyat: 'aelaw; Sakizaya: buting; Sami Inari: kyeli; Kildin: кӯлль; Lule: guolle; Northern: guolli; Pite: guolle; Skolt: kueˊll; Southern: guelie; Samoan: iʔa, i'a; Sandawe: sómbá; Sanggau: ikan; Sango: susu; Sanskrit: मत्स्य, मीन, झष; Santali: ᱦᱟᱹᱠᱩ; Sanumá: salaka; Sardinian: pische, pisci; Logudorese: pische; Saterland Frisian: Fisk; Scots: fish; Scottish Gaelic: iasg; Seberuang: ikan; Segai: təwk; Sekapan: ǯən; Selk'nam: tapl; Serbo-Croatian Cyrillic: ри̏ба; Roman: rȉba; Shan: ပႃ; Shor: палық; Shoshone: baingwi; Shuswap: swewll; Sichuan Yi: ꉛ; Sicilian: pisci; Sidamo: qilximme; Sindhi: मच्छी; Sinhalese: මාළුවා; Skou: móe; Slovak: ryba; Slovene: riba; Somali: kaluun; Sorbian Lower Sorbian: ryba; Upper Sorbian: ryba; Sotho: sehlapi; South Central Banda: giangû; Southern Altai: балык; Southern Ohlone: huuyi; Spanish: pez, pescado; Sranan Tongo: fisi; Sumbawa: jangan; Sumerian: 𒄩; Sundanese: lauk; Surigaonon: isda; Suyá: thewe, thep; Svan: ცუზ, კალმახ; Swahili: samaki; Swedish: fisk; Sylheti: ꠝꠣꠍ; Tabasaran: балугъ; Tadyawan: isda; Tagalog: isda; Tahitian: eiya, i'a; Tai Dam: ꪜꪱ; Tai Nüa: ᥙᥣ; Tajik: моҳӣ; Talysh: мој; Tamil: மீன்; Taos: pə̏'ə́na; Tapayuna: thewe, thep; Taroko: qcurux, qsurux; Tatar: балык; Tausug: ista; Tawoyan: ləluaŋ; Tboli: hangus; Tedim Chin: nga; Telugu: చేప, మత్స్యము; Ter Sami: кылле, kɨllˈe; Ternate: nyao; Tetum: ikan; Thai: ปลา, มีน; Thao: rusaw; Tibetan: ཉ; Tidore: nyao; Tiruray: sedo; Tlingit: x̱áat; Tocantins Asurini: ipira; Tocharian A: läks; Tocharian B: laks; Tok Pisin: pis; Tongan: ika; Tonkawa: nɛswʌlˀʌn; Tsimshian: hóːn; Tsou: yoskʉ; Tswana: tlhapi; Tulu: ಮೀನ್; Tunjung: mətuʔ; Tupinambá: pirá; Turkish: balık, sokan; Turkmen: balyk; Tuvan: балык; Tày: pja; Ubykh: ԥса; Udi: чаьли; Udihe: оло̄; Udmurt: чорыг; Ugaritic: 𐎄𐎂; Ukit: aǯən; Ukrainian: риба; Ulch: холто; Umotína: haré; Unami: names; Urdu: مچھلی, متسیہ, ماہی; Urubú-Kaapor: pira; Uyghur: بېلىق; Uzbek: baliq; Venetian: pése, pes, pese; Veps: kala; Vietnamese: cá; Vilamovian: fejś; Volapük: fit; Votic: kala; Wahau Kenyah: atok; Walloon: pexhon; Wambaya: gaguwi; Waray Sorsogon: isda; Waray-Waray: isda; Warekena: kupe; Wari': hwam; Wauja: kupati; Welsh: pysgodyn; West Albay Bikol: isra; West Coast Bajau: deing; West Frisian: fisk; West Makian: yao; Western Penan: bətəlu; White Hmong: ntses; Wutung: mú; Wutunhua: xhuiyang; Xavante: tepe; Xerénte: tbê, tpê; Xingú Asuriní: ipira; Xokleng: kagklo; Yagnobi: моҳӣ; Yakut: балык; Yami: among; Yawalapití: kupati; Yiddish: פֿיש; Yonaguni: 魚; Yoron: 魚; Yoruba: eja; Yucatec Maya: kay; Yup'ik: neqa; Yámana: apouS; Zazaki: mase; Zealandic: vis; Zhuang: bya; Zou: nga; Zulu: inhlanzi, ufishi