φυροῖ

Revision as of 09:10, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")

English (LSJ)

μολύνει, ῥυποῖ, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «μολύνει, ῥυποῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του επιθ. φυρός].