φύρω
English (LSJ)
[ῡ], Hes.Op.61, Pl.Phd. 97b: impf.
A ἔφῡρον Il.24.162, A.Pr. 450: fut. φύρσω Pi.Pae.2.73, Hsch.: aor. subj. φύρσω Od.18.21, inf. φύρσαι A.R.2.59; later ἔφῡρα AP7.476 (Mel.), Luc.Prom.13:—Med., aor. part. φυρσάμενος Nic.Th.507:—Pass., fut. πεφύρσομαι Pi.N.1.68 codd.; later φῠρήσομαι (συμ-) Sch. ad loc.: aor. ἐφύρθην A.Ag.732 (lyr.); later aor. 2 ἐφύρην [ῠ] (συναν-) Luc.Ep.Sat.28: pf. πέφυρμαι (v. infr.):—mix something dry with something wet, mostly with a sense of mixing so as to spoil or defile, γαῖαν ὕδει φ. Hes.Op.61; especially of tears or blood, δάκρυσιν εἵματ' ἔφυρον they wetted, sullied their garments with tears, Il.24.162: c. gen. pro dat., μή σε.. στῆθος καὶ χείλεα φύρσω αἵματος Od.18.21:—Pass., δάκρυσι πεφυρμένη 17.103, etc.; ὄμμα δακρύοις πεφυρμένοι E.Or.1411 (lyr.); πεφυρμένος αἵματι Od.9.397; γῆ αἵματι πεφ. X.Ages.2.14; αἵματι δ' οἶκος ἐφύρθη A. l.c. (lyr.); μητρὸς.. ἐν αἵμασι πεφυρμένοι E.El.1173; πάντα βορβόρῳ πεφυρμένα Semon.7.3; ἱστίον.. πεφυρμένον πρινὸς ἄνθεϊ stained, dyed, Simon.54: dub. in signf. of φυράω, ἐλαίῳ ἄλφιτα πεφυρμένα, v.l. for πεφυραμένα in Th.3.49; τέφρᾳ πεφυρμένῃ ὄξει, v.l. for πεφυραμένῃ in Gp.5.39.2.
2 of dry things, κόνει φύρουσα.. κάρα E.Hec.496; γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν to be doomed to have one's hair defiled with earth, Pi. l.c.; ἄνθος ἔφυρε κόνις AP7.476 (Mel.).
II metaph., jumble together, confound, confuse, ἔφυρον εἰκῇ πάντα they mingled all things up together, did all at random, A.Pr.450, cf. Ar.Ra.945, Pl.Phd. 97b; (Med., οὐκ ἂν φύροιο would not jumble your arguments, ib.101e); φύρουσι δ' αὐτὰ θεοὶ πάλιν τε καὶ πρόσω ταραγμὸν ἐντιθέντες E.Hec.958; ἐν ταῖς ὁμιλίαις φύρειν to speak confusedly among themselves, M.Ant.8.51:—Pass., to be mixed up, ἐν τῷ αὐτῷ Pl.Grg. 465c, cf. d; βίοτον ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους διεσταθμήσατο from a confused and savage state, E.Supp. 201.
2 Med., mix with others, mingle in society, Pl.Lg.950a; φύρεσθαι πρὸς τὸν ἄνθρωπον associate, have dealings with him, Id.Hp. Ma.291a; φυρομένοισιν ἀεὶ περὶ γαστέρος ὁρμήν wallowing in the lusts of the belly, Opp.H.3.440, and cf. μείγνυμι B.
3 confound, Pi.Pae.2.73 (expld. by Sch. as = ἀποκτενεῖ).
4 Pass., metaph., to be mutually befouled by abuse, Plu.2.89d. (Prob. cogn. with πορφύρω.)
German (Pape)
[Seite 1316] fut. φύρσω, fut. pass. πεφύρσομαι, Pind. N. 1, 68 (vgl. φυράω), – mischen, vermischen, unter einander mengen; bes. mit irgend einer Feuchtigkeit anmachen, γαῖαν ὕδει Hes. O. 61; benetzen, besudeln, verunreinigen und verderben, δάκρυσιν εἵματ' ἔφυρον Il. 24, 162; auch στῆθος καὶ χείλεα φύρσω αἵματος, Od. 18, 21; u. pass., πεφυρμένος αἵματι 9, 397; δάκρυσι πεφυρμένη 17, 103 u. sonst; γαίᾳ πεφύρσεσθαι Pind. a. a. O.; αἵματι δ' οἶκος ἐφύρθη Aesch. Ag. 714; κόνει φύρουσα δύστηνον κάρα Eur. Hec. 496; ὄμμα δακρύοις πεφυρμένον Or. 1411; Sp. Bes. den Teig zu Brot oder Kuchen mischen und kneten, auch absolut, ὁ φύρων, sc. τὰ ἄλφιτα, der Brotteig knetet, Xen. Hell. 7, 2,22; πεφυρμένα τὰ ἄλφιτα οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ, geschrotene Gerste mit Oel und Wein gemischt. – Pass., mit Etwas untermischt, voll wovon sein, πάντ' ἀν' οἶκον βορβόρῳ πεφυρμένα Simonids frg. 11, 3; dah. δάκρυσιν ὄσσε πεφυρμένα Ap. Rh. 3, 673, u. Anth. öfter; γῆ αἵματι πεφυρμένη Xen. Ag. 2, 14; Plut. Pyrrh. 24 u. A. – llebertr., durch einander mengen, verwirren, in Unordnung bringen, φ. καὶ ταράσσειν Plut.; ἔφυρον εἰκῆ πάντα, sie mengetne Alles aufs Gerathewohl durch einander, trieben Alles ohne Ordnung u. Regel, Aesch. Pr. 448; φύρειν ἐν ταῖς ὁμιλίαις, unüberlegt, verworren durch einander reden, M. Ant. 8, 51; pass. in Unordnung, Verwirrung, Bestürzung geraten, Plat. Phaed. 101 d; beschmutzen, πεφυρμένον αἵματι πολλῷ Ep. ad. 26 (XII, 123); φύρεσθαι πρὸς τὸν ἄνθρωπον, sich mit dem Menschen abgeben, mit ihm umgehen, Plat. Hipp. mai 291 a; πεφυρμένος περὶ γαστέρος ὁρμήν, sich in den Lüsten des Bauches wälzen, Opp. Hal. 3, 440.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔφυρσα, postér. ἔφυρα, pf. inus.
Pass. ao. ἐφύρθην, ao.2 ἐφύρην, pf. πέφυρμαι, f.ant. πεφύρσομαι;
I. délayer, détremper :
1 mouiller, tremper : δάκρυσιν εἵματα IL mouiller ses vêtements de larmes ; ou avec le gén. : στῆθος αἵματος OD inonder sa poitrine de sang ; p. anal., en parl. de la poussière κόνει φύρειν κάρα EUR inonder sa tête de poussière;
2 enduire : ἐλαίῳ καὶ στέατι PLUT d'huile et de suif;
II. pétrir : οἱ φύροντες (s.e. ἄλφιτα) XÉN ceux qui pétrissent la farine ; Pass. πεφυρμένα τὰ ἄλφιτα οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ THC orge égrugée mêlée avec du vin et de l'huile ; fig. mêler et remuer comme pour pétrir ; brouiller, gâcher : εἰκῇ πάντα ESCHL brouiller tout à dessein ; qqf en b. part φ. τινὰ τρόπον τῆς μεθόδου PLAT former confusément (litt. pétrir) dans son esprit qqe système ; au Pass.-Moy. être brouillé, confondu, se brouiller, se confondre ; fig. se troubler : οὐκ ἂν φύροιο PLAT tu ne te troublerais pas.
Étymologie: R. Φυρ, mêler ; cf. φυράω, φύρδην, φυρμός.
Russian (Dvoretsky)
φύρω: (ῡ) (aor. ἔφῡρα - эп. ἔφυρσα; pass.: aor. 1 ἐφύρθην, aor. 2 ἐφύρην)
1 смешивать, месить (γαῖαν ὕδει Hes.);
2 смачивать, увлажнять (τί τινι, редко τινος Hom.): ὄμμα δακρύοις πεφυρμένος Eur. с глазами, полными слез; αἵματι οἶκος ἐφύρθη Aesch. дом (Атридов) весь в крови;
3 осыпать, покрывать (κόνει φ. κάρα Eur.; ἄνθος ἔφυρε κόνις Anth.; ἐλαίῳ καὶ στέατι φ. Plut.);
4 перемешивать, спутывать, приводить в беспорядок (πάντα φ. καὶ ταράσσειν Plut.): φ. εἰκῆ πάντα Aesch. вносить во все путаницу, т. е. ни в чем не разбираться; βίοτος πεφυρμένος καὶ θηριώδης Eur. беспорядочный и звероподобный образ жизни; πάντα χρήματα ἐν τῷ αὐτῷ φ. Plat. валить все в одну кучу;
5 med.-pass. общаться (πρός τινα Plat.). - см. тж. φυράω.
Greek (Liddell-Scott)
φύρω: [ῡ], παρατ. ἔφῡρον· ― ἀόρ. ἔφυρσα Ὀδ. Σ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· μεταγεν. ἔφῡρα, Λουκ. Προμ. 13, Εὐστ. Πονημάτ. 279. 87. ― Μέσ., ἀόρ. μετοχ. φυρσάμενος Νικ. Θηρ. 507. ― Παθ., μέλλ. πεφύρσομαι Πινδ. Ν. 1. 104 μεταγεν. φυρήσομαι (συμ-) Σχόλ. ἐν τόπῳ· ― ἀόρ. ἐφύρθην Αἰσχύλ. Ἀγ. 732· μεταγεν. ἀόρ. β΄. ἐφύρην (συναν-) Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 28. (Ἐκ τῆς √ΦΥΡ παράγονται ὡσαύτως αἱ λ. φυράω, φύρδην, φύρμα, φυρμός). Μιγνύω τι ξηρὸν μετὰ οὐσίας ὑγρᾶς, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ φθείρειν, καταστρέφειν ἢ μιαίνειν, φ. γαῖαν ὕδει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 61· μάλιστα ἐπὶ δακρύων ἢ αἵματος, δάκρυσιν εἵματ’ ἔφυρον, ὕγραινον, ἔβρεχον τὰ ἐνδύματά των μὲ τὰ δάκρυα, Ἰλ. Ω. 162· ὡσαύτως μετὰ γεν. ἀντὶ δοτ., στῆθος καὶ χείλεα φύρσω αἵματος Ὀδ. Σ. 21. ― Παθ., δάκρυσι πεφυρμένη Ρ. 103, κλπ.· ὄμμα δακρύοις πεφυρμένοι Εὐρ. Ὀρ. 1411· πεφυρμένος αἵματι Ὀδ. Ι. 397, Ξεν. Ἀγησ. 2. 14· αἵματι δ’ οἶκος ἐφύρθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 732· ἐν αἵμασι Εὐρ. Ἠλ. 1172· πάντα βορβόρῳ πεφυρμένα Σιμωνίδης Ἰαμβογρ. 6. 3· ἱστίον... πεφυρμένον ἄνθεϊ πρίνου, βεβαμμένον, Σιμωνίδης 23. 2) ἐπὶ ξηρῶν οὐσιῶν ἢ πραγμάτων, κόνει φύρουσα κάρα Εὐρ. Ἑκ. 496· γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν, «καὶ τὴν κόμην αὐτῶν... συμφυρήσεσθαι τῇ γῇ συμβήσεται» (Σχόλ.), Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 7. 476. ― Ἡ ἔννοια τοῦ μιγνύναι ἄλευρον εἰς ἀποτέλεσιν φυράματος ἢ «ζυμαριοῦ» εἶναι πολὺ ἀμφ. ἐν τῷ ῥήματι τούτῳ, ἀνθ’ οὗ ἀποκαθίσταται τὸ φυράω παρὰ Θουκ., Ξεν., κλπ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Αἴ. (ἔκδ. 3) σ. 151. ΙΙ. μεταφ., ἀναμιγνύω ὁμοῦ, συγχέω, φέρω ἄνω κάτω, «ἀνακατώνω», ἔφυρον εἰκῇ πάντα, ἀνέμιξαν τὰ πάντα, ἔφερον ἄνω κάτω, Αἰσχύλ. Πρ. 450, πρβλ. Ἀριστ. Βάτρ. 945, Πλάτ. Φαίδ. 97Β· (καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, οὐκ ἂν φύροιο, δὲν ἤθελες «ἀνακατώσῃ» τὰ πάντα ἐν συγχύσει, αὐτόθι 101Ε)· φύρουσι δ’ αὐτὰ θεοὶ πάλιν τε καὶ πρόσω ταραγμὸν ἐντιθέντες Εὐρ. Ἑκ. 958· φύρειν ἐν ταῖς ὁμιλίαις, διαλέγεσθαι πρὸς ἀλλήλους συγκεχυμένως, Μ. Ἀντων. 8. 51. ― Παθ., ἀναμιγνύομαι, «ἀνακατώνομαι», ἐν τῷ αὐτῷ Πλάτ. Φαίδων 465C, Ε· ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους, ἐκ καταστάσεως συγκεχυμένης καὶ ἀγρίας, Εὐρ. Ἱκ. 201. 2) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἀνακατώνομαι μετ’ ἄλλων, ἀναμιγνύομαι ἐν κοινωνίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 950Α· φύρομαι πρὸς τὸν ἄνθρωπον, συναναστρέφομαι, ἔχω σχέσεις πρὸς αὐτόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 291Α· φυρομένοισιν ἀεὶ περὶ γαστέρος ὁρμήν, οἵτινες κυλίονται πάντοτε ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς κοιλίας, καὶ ἴδε μίγνυμι Β. πρβλ. Ruhnk. Τίμ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 440. 3) μολύνω διὰ κακῶν λέξεων, κακολογῶ, ὑβρίζω, Πλούτ. 2. 89D.
English (Autenrieth)
aor. ἔφυρσα, subj. φύρσω, pass. perf. part. πεφυρμένος: wet, moisten.
English (Slater)
φύρω (redupl. pffut. pass. πεφύρσεσθαι, Schwyz., 1. 783.) foul βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (πεφυρήσεσθαι v.l.) (N. 1.68) met., confound, “ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν” (ἀποκτενεῖ Σ.) (Pae. 2.73)
Greek Monolingual
Α
1. ανακατεύω κάτι στερεό με ένα υγρό και συνήθως το χαλώ, το αλλοιώνω (α. «φύρειν γαῖαν ὕδει», Ησίοδ.
β. «πάντα βορβορῳ πεφυρμένα», Σιμων.)
2. λερώνω («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», Πίνδ.)
3. ραντίζω, βρέχω, πιτσιλώ (α. «αἵματι δ' οἶκος ἐφύρθη», Ευρ.
β. «ὄμμα δακρύοις πεφυρμένοι», Ξεν.)
4. βάφω («ἱστίον... πεφυρμένον ἄνθεϊ πρίνου», Σιμων.)
5. προκαλώ μεγάλη σύγχυση («φύρουσι δ' αὐτὰ θεοὶ πάλιν τε καὶ πρόσω ταραγμὸν ἐντιθέντες», Ευρ.)
6. παθ. φύρομαι
α) ανακατεύομαι με άλλους, συναναστρέφομαι
β) κακολογώ, βρίζω
7. φρ. α) «φύρομαι περί γαστέρος ὁρμήν» — κυλιέμαι στις επιθυμίες της κοιλιάς μου, σκέπτομαι μόνο τί θα φάω (Οππ.)
β) «φύρω ἐν ταῖς ὁμιλίαις» — μιλώ απρόσεχτα και συγκεχυμένα (Μάρκ. Αυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. φύρω, κατά μία άποψη, μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα bher-w- «αναβράζω, κινούμαι ορμητικά, έντονα» (βλ. λ. φρέαρ) και να συνδεθεί με τα: λατ. ferveo «βράζω», fermentum «ζύμη, ζύμωμα» (πρβλ. γαλλ. ferment «προζύμι»), αρχ. αγγλ. beorma «προζύμι», γερμ. Barme «ζύμη». Προβλήματα γεννά, ωστόσο, το δυσερμήνευτο -ῠ- του ρ. φῡρω (< φῠρ-jω, με επένθεση του -j-), το οποίο, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από την αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- της συνεσταλμένης βαθμίδας ως -υρ- (πρβλ. φύλλον < ρίζα bhel-). Η σύνδεση, εξάλλου, του ρ. φύρω με το αρχ. ινδ. bhurati «ταράζομαι» που έχει υποστηριχθεί από ορισμένους μελετητές (βλ. και λ. πορφύρω) δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, όπως άλλωστε και η σύνδεση με την ιλλυρικής προέλευσης ονομ. Βούρινα, μιας πηγής στην Κω. Από το ρ φύρω, τέλος, έχει προέλθει με επιτατικό αναδιπλασιασμό ο τ. πορ-φύρω (πρβλ. μορ-μύρω: μύρομαι)].
Greek Monotonic
φύρω: [ῡ], παρατ. ἔφῦρον, αόρ. αʹ ἔφυρσα, έπειτα ἔφῡρα — Παθ., μέλ. πεφύρσομαι, αόρ. αʹ ἐφύρθην· έπειτα αόρ. βʹ ἐφύρην·
I. 1. ανακατεύω κάτι ξηρό με κάτι υγρό, κυρίως με την έννοια της καταστροφής, όπως δηλαδή ρυπαίνω ή μιαίνω, δάκρυσιν εἵματ' ἔφυρον, έβρεξαν τα ενδύματά τους με δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με γεν., χείλεα φύρσω αἵματος, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., δάκρυσι πεφυρμένη, στο ίδ.· αἵματι οἶκος ἐφύρθη, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για ξηρά πράγματα, κόνει φύρουσα κάρα, σε Ευρ.· γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν, είναι καταδικασμένος να έχει τα μαλλιά του λερωμένα με χώμα, σε Πίνδ.
II. 1. μεταφ., αναμειγνύω μαζί, ανακατεύω, μπερδεύω, ἔφυρον εἰκῇ πάντα, ανακάτεψαν όλα τα πράγματα μαζί, τα έκαναν άνω κάτω, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., ανακατεύω, ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους, από συγκεχυμένη και άγρια κατάσταση, σε Ευρ.
2. σε Παθ. επίσης, αναμειγνύω με άλλους, έχω συναλλαγές με κάποιον, σε Πλάτ.
Middle Liddell
I. to mix something dry with something wet, mostly with a sense of mixing so as to soil or defile, δάκρυσιν εἵματ' ἔφυρον they wetted, sullied their garments with tears, Il.; also c. gen., χείλεα φύρσω αἵματος Od.:—Pass., δάκρυσι πεφυρμένη Il.; αἵματι οἶκος ἐφύρθη Aesch.
2. of dry things, κόνει φύρουσα κάρα Eur.; γαίαι πεφύρσεσθαι κόμαν to be doomed to have one's hair defiled with earth, Pind.
II. metaph. to mingle together, confuse, ἔφυρον εἰκῆ πάντα they mixed all things up together, did all at random, Aesch., etc.:—Pass. to be mixed up, ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους from a confused and savage state, Eur.
2. in Pass. also to mix with others, have dealings with him, Plat.
Frisk Etymology German
φύρω: {phúrō}
Forms: Ipf. ἔφυρον (seit Il.), Aor. Konj. φύρσω (σ 21), Inf. φύρσαι (A. R.), Ptz. Med. φυρσάμενος (Nik.), Pass. ἐφύρθην (A. in lyr., LXX), sp. ἐφύρην (-υ-; J., Luk.), Ind. 3. sg. ἔφυρε (AP), Ptz. φύρας (Luk.), Fut. φύρσω (Pi.), Perf. Med. πέφυρμαι, bes. Ptz. πεφυρμένος (seit Od.), mit Fut. πεφύρσεσθαι (Pi.),
Grammar: v.
Meaning: vermischen, verwirren, durcheinanderrühren, benetzen, besudeln.
Composita: auch m. συν-, ἀνα-, ἐν- u.a.,
Derivative: Deverbativum φυράω, Aor. φυρᾶσαι, ion. -ῆσαι, -άσασθαι, -ήσασθαι, -αθῆναι, -ηθῆναι, Fut. -άσω, -ήσω, Perf. Med. πεφύραμαι, -ημαι; Akt. Inf. -ακέναι (Cic.), auch m. συν-, ἀνα-, προ- u.a., ‘(ver)mischen, kneten, einrühren’ (ion. att.). — Von φύρω: 1. Adv. φύρδην, dor. (S. in lyr.) -δαν vermischt, durcheinander (A., S., X. Plb., u.a.). 2. -μα n. Schleim, Schmutz, Kot (Nik.). 3. -μός m. ‘Mischung. Ver- wirrung, Unordnung’ (D. S., M. Ant. u.a.); davon φυρμᾶται· πτάρνυται H. ? 4. -σις f. das Mischen, Durcheinanderrühren (Sch.) mit -σιμος durcheinandergerührt ?, knetbar? (Nik.; vgl. Arbenz 101 f.). 5. φυρτός als Simplex in φυρτοῖσιν· ... πεφυρμένοις H., oft als Hinterglied, z.B. αἱμόφυρτος (Plb., Posid.), αἱματόφυρτος (AP) blutbesudelt; dazu φυρτίτης (-ήτης cod.)· οἶνος H. (Redard 100), φυρτίζεσθαι· τὸ παίζειν συνεστραμ<μ>ένοις φυροῖς τοῖς ἱματίοις H. 6. Als Vorderglied in φυρόχρωμος etwa mischfarben, schmutzfarben, von einer Kuh (Pap. IIp), abgekürzt φυρά von βοῦς (Pap. IVp); hierher noch φυροῖ· μολύνει, ῥυποῖ H. — Von φυράω: 1. φύραμα (προ-, ἐμ-) n. Gemisch, Teig (Kom. IVa, Arist., hell. u. sp.) mit -αματικά = κονιατικά, Tüncherarbeiten (sp.). 2. -ασις, -ησις f. Mischung (LXX, sp. Mediz.), -ατής m. "Mischer", übertr. unordentlicher Rechenschaftsberichter (Cic., Gloss.), Bed. zweifelhaft (Inschr. Ephesos), -ατός geknetet (Sor.).
Etymology: Die für φύρω als Jotpräsens anzusetzende Grundform *φυρι̯ω läßt sich prinzipiell entweder als Ableitung eines Nomens φυρ- (mit ρ- Suffix) oder als Bildung von einem tiefstufigen Verbalstamm φυρ- (Hochstufe φερ-) beurteilen. Weitere Fälle von υ als denkbarem Reduktionsvokal von ε bei Liquida bei Schwyzer 351 f. (u.a. φύλλον). Wie neben μύρομαι mit Intensivreduplikation μορμύρω steht, läßt sich φύρω mit dem semantisch jedoch abweichenden πορφύρω aufwallen, aufgeregt sein verknüpfen. Das deverbative φυράω (nach κυκάω?) diente als bequeme Basis für Bildung außerpräsentischer Formen und hat sich deshalb, namentlich in der Prosa, besser als das Grundverb behauptet, das außerhalb des Präsensstammes eigentlich nur im Ptz. πεφυρμένος am Leben blieb. — Unter möglichen idg. Verwandten meldet sich zunächst aind. bhuráti sich rasch bewegen, zucken, zappeln mit dem Intensivum járbhurīti (vgl. πορφύρω); wegen der mangelhaften semantischen Übereinstimmung ist aber die Gleichung mit guten Gründen in Zweifel gezogen (s. Mayrhofer s.v. m. Lit.). Dazu gesellen sich aus anderen Sprachen mehrere Nomina wie lat. fretum Wallung des Meeres, fer-mentum Gärungsstoff, Sauerteig und ein germ. Wort für Bierhefe, z.B. ags. beorma, nhd. Bärme (: lat. fermentum). Aus dem Illyrischen noch nach Pisani KZ 71, 63 Βούρινα N. einer Quelle in Kos (Theok. 7, 5). Mit φύρω läßt sich dagegen φορύνομαι semantisch wohl vereinigen; zur formalen Beurteilung siehe s.v. — Abzulehnen Kuiper Glotta 21, 267 ff.: φύρω mit φορύνω zu ἐθείρω (Φ 347) aus idg. gʷher- besprengen. Weiteres bei WP. 2, 157ff., Pok. 132f., Mayrhofer s. bhuráti, járbhurīti und W.-Hofmann s. fermentum. Ält. Lit. auch bei Bq.
Page 2,1054-1055
Mantoulidis Etymological
(=ἀνακατώνω, ζυμώνω). Θέμα φυρ+j+ω = φύρω. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα παράγονται καί τά: πορφύρω, φρέαρ, φρυάσσομαι, φριμάσσομαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φύρδην (=ἀνακατωμένα), φύρμα (=μῖγμα), φυρμός, συμφυρμός, φύρσις, σύμφυρσις, φύρτης, φυρτός αἱμόφυρτος.
Translations
mix
Acehnese: lawök; Arabic: خَلَطَ, مَزَجَ; Egyptian Arabic: خلط; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝/沟, 撈/捞; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμμείγνυμι, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακεραννύω, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίγνυμι, ἀναμιγνύω, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διαμίσγω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Ingrian: sotkia; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kumyk: булгъамакъ; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵ بکە; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Malay: campur; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: آمیختن; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Southern Altai: булгаар; Spanish: mezclar, mixturar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ملانا; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: מישן