βιότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, = βιοτή (living, sustenance), h.Hom. 8.10, IG 14.1449.
German (Pape)
[Seite 446] ητος, ἡ, das Leben, H. h. 7, 10 u. sp. D., z. B. Man. 4, 32.
Greek (Liddell-Scott)
βιότης: -ητος, ἡ, = τῷ προηγ., Ὕμν. Ὁμ. 7. 10, Ὀρφ. 88, Συλλ. Ἐπιγρ. 6206, 6290.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 vida, trayectoria vital incluidos actitud y comportamiento καταστίλβων σέλας ὑψόθεν εἰς ἡμετέρην βιότητα h.Hom.8.10, ὁδοὺς γὰρ βιότητος ἐλέγχει παιδεία Clem.Al.Strom.1.29.181 (= LXX Pr.6.23 ubi ζωῆς), ἶσον ἔφηνας ... βιότητι λόγον AP 8.4, cf. 173 (Greg.Naz.), IUrb.Rom.1169.6 (III/IV d.C.).
2 temp. vida, tiempo de vivir βιότητα νέος τελέσσας IUrb.Rom.1334, ἐφημερίης βιότητος Man.4.32.
Greek Monotonic
βιότης: -ητος, ἡ = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.