πράγος
Greek Monolingual
-άγεος, τὸ, Α
1. ποιητ. τ. του πρᾶγμα
2. τα πράγματα, οι πολιτικές υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρᾱγ- του πράττω με σιγμόληκτο σχηματισμό].
-άγεος, τὸ, Α
1. ποιητ. τ. του πρᾶγμα
2. τα πράγματα, οι πολιτικές υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρᾱγ- του πράττω με σιγμόληκτο σχηματισμό].