υποθερμαίνω

Revision as of 16:55, 25 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὑποθερμαίνω ΝΜΑ- θερμαίνω κάτι λίγο, ελαφρώς
νεοελλ.
μτφ. υποθάλπω, υποδαυλίζω
αρχ.
μέσ. ὑποθερμαίνομαι
μτφ. (για πρόσ.) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ πρᾶγμα», Λουκιαν.).