ἀκεραύνωτος

Revision as of 12:24, 30 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A not struck by lightning, Luc.J. Tr.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεραύνωτος: -ον, ὁ μὴ πληγεὶς ὑπὸ κεραυνοῦ, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épargné par la foudre c. ἀκέραυνος.
Étymologie: ἀ, κεραυνόω.

Spanish (DGE)

-ον no fulminado por el rayo Luc.ITr.25.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκεραύνωτος, -ον) κεραυνῶ
όποιος δεν έχει χτυπηθεί από κεραυνό.

Greek Monotonic

ἀκεραύνωτος: -ον (κεραυνόω), αυτός που δεν έχει πληγεί από κεραυνό, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκεραύνωτος: не пораженный молнией (ἱερόσυλος Luc.).

Middle Liddell

κεραυνόω
not lightning-struck, Luc.