χρυσεότευκτος

Revision as of 10:34, 5 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον,= χρυσότευκτος (q.v.), wrought of gold Id.H.55.18.

German (Pape)

[Seite 1380] = χρυσότευκτος; στέφανος Eur. Med. 984; Orph. H. 54, 18.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεότευκτος: -ον, = χρυσότευκτος (ὃ ἴδε), Ὀρφ. Ὕμν. 54. 18.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. χρυσότευκτος.