[ῠ], ᾰκος, ὁ, A warden of a κῶμος, BGU742i1 (ii A.D.).
κωμοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)αυτός που ήταν επικεφαλής κώμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + φύλαξ.