κωμοφύλαξ

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: κωμοφύλαξ Low diacritics: κωμοφύλαξ Capitals: ΚΩΜΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: kōmophýlax Transliteration B: kōmophylax Transliteration C: komofylaks Beta Code: kwmofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, warden of a κῶμος, BGU742i1 (ii A.D.).

Greek Monolingual

κωμοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που ήταν επικεφαλής κώμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + φύλαξ.