ἀπαραφυλάκτως
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
adv.
sans précaution.
Étymologie: ἀ, παραφυλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραφῠλάκτως: Aesop. = ἀπαρατηρήτως.
adv.
sans précaution.
Étymologie: ἀ, παραφυλάσσω.
ἀπαραφῠλάκτως: Aesop. = ἀπαρατηρήτως.