Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
P. ἀμελῶς, ῥᾳθύμως, ὀλιγώρως, P. and V. ἀφροντίστως (Xen.).
at random: P. and V. εἰκῆ, φαύλως.