ἄβλητος
English (LSJ)
ον, not hit (by an arrow, dart or missile), opp. ἀνούτατος, Il.4.540.
German (Pape)
[Seite 3] von keinem Schuß getroffen, bei Hom. nur Iliad. 4, 540, ἄβλητος καὶ ἀνούτατος.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ον
no alcanzado, no herido, ileso ὀξέϊ χαλκῷ Il.4.540, ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ἐπὶ τὸν θεὸν ἀ. ... μενεῖ Didym.in Zach.1.189
•no tocado, entero, intacto ἀβλήτου χρῄζει δρέψαι ἀπ' ἀκρεμόνος AP 9.563 (Leon.), ἄβλητος ἐστιν ἡ τοῦ θεοῦ πανοπλία Didym.in Ps.99.11, cf. in Eccl.310.25.
Greek Monotonic
ἄβλητος: -ον, αυτός που δεν έχει χτυπηθεί από βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄβλητος: не пораженный, незадетый, невредимый (ἄβλητος καὶ ἀνούτατος Hom.).
Middle Liddell
not hit by darts, Il.