ἀχρεία

Revision as of 11:40, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

English (LSJ)

ἡ, A rubbish, Sch.E.Hec.159.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρεία: ἡ, ἄχρηστον πρᾶγμα, φορητός, συρφετός, Βυζ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 106.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Grafía: graf. -ία SB 7449.12 (V d.C.)
1 desperdicio, basura Sch.E.Hec.159D.
2 invalidez ἀχρίαν ἀπέδιξεν SB l.c.

Greek Monolingual

ἀχρεία, η (Μ) χρεία
άχρηστο πράγμα, σκουπίδι.