ἀφριάω
English (LSJ)
poet. for ἀφρέω, Opp.H.1.772, Porph. ap. Eus.PE3.11.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀφριάω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀφρέω, Ὀππ. Ἁλ. 1. 772, Πορφ. Παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 114C.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -έω Hp.Morb.2.6
• Morfología: [part. pres. ἀφριόων Nonn.D.37.303, Q.S.5.373]
formar espuma, γάλα ... τὸ δὲ ταρασσόμενον ἀφριᾷ καὶ διακρίνεται Hp.Morb.4.51, cf. l.c., θάλασσα τ' ἀφριάᾳ Opp.H.1.772, τὸ σπερματικόν Porph. en Eus.PE 3.11.41
•de anim. echar espuma c. dat. instrum. ἀφριόων γενύεσσι Q.S.l.c., abs. στέρνον δέ οἱ ἀφριόωντος δεύεται Q.S.7.319.