Ὀρφεύς

Revision as of 08:01, 17 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

έως, ὁ, Dor. Ὄρφης Ibyc.10A, Ὀρφήν Hdn.Gr.1.14:— Orpheus, Pi.P.4.177, Pl.R.364e, etc.:—Adj. Ὀρφεῖος, Ὀρφεῖα, Ὀρφεῖον, E.Alc. 969(lyr.), Pl.Lg.829e; or Ὀρφικός, Ὀρφική, Ὀρφικόν, Hdt.2.81; ἐν τοῖς Ὀ. ἔπεσι καλουμένοις Arist.de An.410b28.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
Orphée, chantre célèbre de Thrace.
Étymologie: DELG pê de ὀρφανός, ou nom myth. préhellénique.

English (Slater)

Ὀρφεύς
   1 son of Oiagros, singer and Argonaut. ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς (P. 4.177) υἱὸν Οἰάγρου δὲ Ὀρφέα χρυσάορα Θρ. 3. 12.

Greek Monotonic

Ὀρφεύς: -έως, ὁ, ο Ορφέας, ξακουστός βάρδος από τη Θράκη, σε Πίνδ. κ.λπ.· επίθ. Ὄρφειος, , -ον, αυτός που ανήκει στον Ορφέα, Ορφικός, σε Ευρ.· ομοίως, Ὀρφικός, , -όν, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Ὀρφεύς: έως, эп. ῆος ὁ Орфей (сын музы Каллиопы от фракийского царя Эагра или от Аполлона, муж Эвридики, миф. певец и автор мистических гимнов, погибший от рук вакханок) Pind., Plat. etc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: son of Oiagros.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. Pre-Greek. (Wrong Perpillou, Subst. en -εύς 12.)

Middle Liddell

Ὀρφεύς, έως, ὁ,
Orpheus, a famous Thracian bard, Pind., etc.:—adj. Ὄρφειος, η, ον of Orpheus, Orphic, Eur.; so, Ὀρφικός, ή, όν, Hdt.