ἐπεισοδιόω

Revision as of 11:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A vary by introducing episodes, Arist.Po.1455b1; τὸν λόγον ἐ. ἐπαίνοις Id.Rh.1418a33.

German (Pape)

[Seite 912] als Episode einschieben, Arist. rhet. 3, 17; καὶ παρατείνειν poet. 17. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισοδιόω: καθιστῶ τὸν λόγον ποικίλον εἰσάγων εἰς αὐτὸν ἐπεισόδια, ἐπεισοδιοῦν ἀνομοίοις ἐπεισοδίοις Ἀριστ. Ποιητ. 24, 7· πρβλ. 17. 5· ἐν δὲ τοῖς ἐπιδεικτικοῖς δεῖ τὸν λόγον ἐπεισοδιοῦν ἐπαίνοις ὁ αὐτὸς ἐν Ρητορ. 3. 17, 11, πρβλ. ἐπεισοδιάζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
varier au moyen d’épisodes, acc..
Étymologie: ἐπεισόδιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισοδιόω:
1) вводить в виде эпизода, делать вставки (ἐ. ἀνομοίοις ἐπεισοδίοις Arst.);
2) разнообразить, уснащать (τὸν λόγον ἐπαίνοις Arst.).