δακτυλιοθήκη
English (LSJ)
ἡ, A collection of gems, Plin.HN37.11. II ring-case, Mart.11.59.
German (Pape)
[Seite 520] ἡ, Sammlung von Siegelringen u. geschnittenen Steinen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλιοθήκη: ἡ, συλλογὴ πολυτίμων λίθων, Πλίν. 37. 1. ΙΙ. θήκη δακτυλίου, Μαρτιάλ. 11. 59.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 colección de anillos, prima Romae dactyliothece Plin.HN 1.37.5, cf. 37.11, Gloss.2.266.
2 estuche para anillos Mart.11.59.
Greek Monolingual
η (Α δακτυλιοθήκη)
θήκη για τη φύλαξη δαχτυλιδιών, κοσμηματοθήκη
αρχ.
συλλογή πολύτιμων λίθων.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλιοθήκη: ἡ
1) собрание перстней и драгоценных камней Plin.;
2) футляр для перстней Mart.