διαδαίομαι
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ pl. διεδάσαντο;
partager entre soi : τι qch ; ἐς φυλάς HDT partager entre les tribus.
Étymologie: διά, δαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
διαδαίομαι: делить между собой, разделять (κειμήλια παῦρα Hom. - in tmesi; γαῖαν τρίχα Pind. - in tmesi; τὴν ληΐην Her.).