διαδαίομαι

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ pl. διεδάσαντο;
partager entre soi : τι qch ; ἐς φυλάς HDT partager entre les tribus.
Étymologie: διά, δαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

διαδαίομαι: делить между собой, разделять (κειμήλια παῦρα Hom. - in tmesi; γαῖαν τρίχα Pind. - in tmesi; τὴν ληΐην Her.).

German (Pape)

medium (s. δαίομαι), verteilen; in tmesi Il. 9.333 διὰ παῦρα δασάσκετο, πολλὰ δ' ἔχεσκεν; Pind. O. 7.75 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωΐαν; διεδάσαντο τὴν ληΐην Her. 8.121; ἐς φυλάς 4.145; δεύματα κρεῶν Pind. Ol. 1.51. – Vgl. διαδατέομαι.