μεταφορητός

Revision as of 11:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

όν, A portable, ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.Ph.209b29.

Greek (Liddell-Scott)

μεταφορητός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, φορητός, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.

Greek Monolingual

μεταφορητός, -ή, -όν (Α) μεταφορώ
αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει κανείς, ο φορητός.

Russian (Dvoretsky)

μεταφορητός: переносный, перемещаемый (τόπος Arst.).