κραταιόομαι
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταιόομαι: Παθ., μεταγεν. τύπος τοῦ κρατύνομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 80, 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ις΄, 13, κτλ.
Greek Monotonic
κρᾰταιόομαι: Παθ., κρατύνομαι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κραταιόομαι: быть или становиться сильным, крепнуть (πνεύματι NT).
Middle Liddell
κρᾰταιόομαι, [Pass., = κρατύνομαι, NTest.]