ἐγκαταγέλαστος
German (Pape)
[Seite 705] = καταγ., welches Bekk. Aesch. 3, 76 hergestellt hat.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exposé aux risées, ridicule.
Étymologie: ἐν, καταγέλαστος.
Spanish (DGE)
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταγέλαστος: смехотворный, смешной (ἐγκαταγέλαστον ποιεῖν τι Aeschin. - v. l. καταγέλαστος).