смехотворный
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Russian > Greek
γελωτοποιός, ὑπεργέλοιος, ἐγκαταγέλαστος, καταγελάσιμος, γελοῖος, γέλοιος, γελοίϊος, καταγέλαστος