διχάμετρος

Revision as of 12:59, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, to explain διάμετρος, Arist.Pr.910b20.

Greek (Liddell-Scott)

διχάμετρος: -ον, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ διάμετρος, Ἀριστ. Προβλ. 15. 2.

Spanish (DGE)

-ον
que divide en dos partes, γραμμή explicación a διάμετρος Arist.Pr.910b20.

Russian (Dvoretsky)

διχάμετρος: размежевывающий надвое (слово, выдуманное для этимологического объяснения слова διάμετρος) Arst.