κερδαλέως
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière avantageuse, utile.
Étymologie: κερδαλέος.
Russian (Dvoretsky)
κερδαλέως: по соображениям выгоды (δικαίως μᾶλλον ἢ κ. Thuc.).
English (Woodhouse)
(see also: κερδαλέος) profitably
adv.
d’une manière avantageuse, utile.
Étymologie: κερδαλέος.
κερδαλέως: по соображениям выгоды (δικαίως μᾶλλον ἢ κ. Thuc.).
(see also: κερδαλέος) profitably