καταρρεπής

Revision as of 13:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ές, A = ἑτερορρεπής, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρεπής: -ές, ῥέπων πρὸς τὰ κάτω, κατωφερής, ἢ καὶ πρὸς τὸ ἕτερον μέρος κλίνων, διὸ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἑτερορρεπὴς ἢ ἑτεροκλινής».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche.
Étymologie: καταρρέπω.

Greek Monolingual

καταρρεπής, -ές (Α) καταρρέπω
αυτός που ρέπει, που γέρνει προς τα κάτω ή που γέρνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής.

Russian (Dvoretsky)

καταρρεπής: склоняющийся (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.).