πρωτόκουρος

Revision as of 13:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, (κείρω) A first cut, of clover, Arist.HA595b28.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst geschoren, beschnitten, Arist. H. A. 8, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόκουρος: -ον, (κείρω) ὁ πρῶτος καρείς, θερισθείς, ἐπὶ τοῦ τριφυλλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για το τριφύλλι) αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. ψιλό-κουρος].

Russian (Dvoretsky)

πρωτόκουρος: впервые сжатый или скошенный (sc. πόα Arst.).