προσαπολαμβάνω

Revision as of 13:46, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A catch, take up as well, Hp.Art.11. II receive besides, dub. in Jul.Or.7.228b.

Greek (Liddell-Scott)

προσαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω, λαμβάνω προσέτι, Ἰουλιαν. 228Β, Αἴσωπ., κλπ.· ― ἐν Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 788, διορθωτέον, προσεπιλ-.

French (Bailly abrégé)

recevoir en outre.
Étymologie: πρός, ἀπολαμβάνω.

Greek Monolingual

Α ἀπολαμβάνω
1. συλλαμβάνω κάποιον ή κάτι ακόμη
2. πιθ. δέχομαι κάτι επιπροσθέτως.

Russian (Dvoretsky)

προσαπολαμβάνω: сверх того получать Aesop.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-απολαμβάνω erbij grijpen:. τοὺς... ἀδένας οὐ χρὴ προσαπολαμβάνειν men moet de klieren niet tegelijk meenemen (bij cauterisatie) Hp. Art. 11.