συνευνάζομαι

Revision as of 13:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

French (Bailly abrégé)

ao. συνηυνάσθην;
s’unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάζω.

Greek Monotonic

συνευνάζομαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πίνδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνευνάζομαι: вступать в половую связь (τινι Pind., Soph., Luc.).

Middle Liddell

Pass. to lie with, Pind., Soph.