προσεγγελάω
English (LSJ)
A laugh at, v.l. for προσγελάω in Aesop.330 (ii p.449 Chambry).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προσεγγελάω: διάφορ. γραφ. ἀντὶ προσγελάω, Αἴσωπ. 143 ἔκδ. De Fur.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
προσεγγελάω: насмехаться (τινι Aesop.).