φιλάγραυλος

Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A fond of the country, Πάν AP6.73 (Maced.), cf. Nonn.D.8.15.

German (Pape)

[Seite 1273] das Landleben liebend; Πάν Macedon. 25 (VI, 73); ἠχώ Nonn. D. 8, 15.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάγραυλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀγροτικὸν βίον, Ἀνθ. Π. 6. 73, Νόνν. Δ. 8. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la vie des champs.
Étymologie: φίλος, ἄγραυλος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄγραυλος «αυτός που ζει στην ύπαιθρο»].

Greek Monotonic

φῐλάγραυλος: -ον, αυτός που αγαπά την εξοχή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλάγραυλος: любящий поля или сельскую жизнь (Πάν Anth.).

Middle Liddell

φῐλ-άγραυλος, ον,
fond of the country, Anth.