σωτηρίως

Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière salutaire : σωτηρίως ἔχειν PLUT être en convalescence.
Étymologie: σωτήριος.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. βλ. σωτήριος.

Russian (Dvoretsky)

σωτηρίως: на благо (τεταγμένως καὶ σ. Sext.): σ. ἔχειν Plut. быть на пути к выздоровлению, чувствовать себя хорошо.