σωτηρίως

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière salutaire : σωτηρίως ἔχειν PLUT être en convalescence.
Étymologie: σωτήριος.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. βλ. σωτήριος.

Russian (Dvoretsky)

σωτηρίως: на благо (τεταγμένως καὶ σ. Sext.): σ. ἔχειν Plut. быть на пути к выздоровлению, чувствовать себя хорошо.