τοιουτοτρόπως
Greek (Liddell-Scott)
τοιουτοτρόπως: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κατὰ τοιοῦτον τρόπον, οὕτω, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 492, κλπ.
Russian (Dvoretsky)
τοιουτοτρόπως: таким (подобным) же образом Arst.
τοιουτοτρόπως: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κατὰ τοιοῦτον τρόπον, οὕτω, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 492, κλπ.
τοιουτοτρόπως: таким (подобным) же образом Arst.