τοιουτοτρόπως
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek (Liddell-Scott)
τοιουτοτρόπως: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κατὰ τοιοῦτον τρόπον, οὕτω, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 492, κλπ.
Russian (Dvoretsky)
τοιουτοτρόπως: таким (подобным) же образом Arst.