τοιουτοτρόπως

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek (Liddell-Scott)

τοιουτοτρόπως: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κατὰ τοιοῦτον τρόπον, οὕτω, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 492, κλπ.

Russian (Dvoretsky)

τοιουτοτρόπως: таким (подобным) же образом Arst.