ἀλλοτριάζω

Revision as of 14:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A to be ill-disposed, Plb.15.22.1: c. gen., towards... τοῦ βασιλέως ib.25.34.

German (Pape)

[Seite 106] abgeneigt, feindlich gesinnt sein, Pol. 15, 22, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοτριάζω: εἶμαι κακῶς, δυσμενῶς διατεθειμένος· Λατ. alieno animo esse. Πολύβ. 15. 22, 1.

Spanish (DGE)

1 ser contrario καταπεπληγμένος πάντας τοὺς ἀλλοτριάζοντας Plb.15.22.1
c. gen. ἀ. τοῦ βασιλέως Plb.15.25.34.
2 c. ac. de cosa, dud. enajenarse, POxy.2267.8 (IV a.C.).

Greek Monolingual

ἀλλοτριάζω (Α) ἀλλότριος
είμαι εχθρικά διατεθειμένος προς κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριάζω: быть враждебно настроенным Polyb.