ὀψωνιάζω

Revision as of 14:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A furnish with provisions, ὀ. τὰς δυνάμεις furnish an army with supplies or pay, Plb.15.25.11, cf. D.S.33.22:—Pass., to be supplied, PCair.Zen.499.42 (iii B. C.), Plb.23.8.4, dub. l. in Str.14.2.5; ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χρημάτων D.H.4.19, cf. D.S. 16.22.

German (Pape)

[Seite 434] mit Speise versorgen, beköstigen, δύναμιν, ein Kriegsheer mit Proviant, mit Kost und Sold versorgen, D. Sic. 6, 22 u. A.; im pass., Pol. 23, 8, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνιάζω: ἐφοδιάζω διὰ ζωοτροφιῶν, ὀψ. δύναμιν, παρέχω εἰς στρατὸν ζωοτροφίας ἢ μισθόν, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 38. ― Παθ., ὀψωνιάζεσθαι τὴν βουλὴν ὑπ’ Εὐμένους Πολύβ. 23. 8, 4· ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χρημάτων μνημονεύεται ἐκ Διον. Ἁλ., πρβλ. Διόδ. 16. 22· ― ὀψωνίζω, Τιμαρίων ἐν Notices des Mss. 9. 205.

French (Bailly abrégé)

munir de vivres en parl. d’une armée ; Pass. être approvisionné.
Étymologie: ὀψώνης.

Greek Monolingual

ὀψωνιάζω (Α) οψώνιον
παρέχω στον στρατό ζωοτροφές ή μισθό.

Greek Monotonic

ὀψωνιάζω: (ὀψώνιον), εφοδιάζω με προμήθειες.

Russian (Dvoretsky)

ὀψωνιάζω: снабжать (обеспечивать) продовольствием (δύναμιν Diod.).

Middle Liddell

ὀψωνιάζω, ὀψώνιον
to furnish with provisions.