Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και μιστό, το (Μ μισθό και μιστό)1. μισθός2. αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη3. ηθική ανταμοιβή.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μισθός, με αλλαγή γένους κατά το αντίθετο κρίμα (το) «αδίκημα» (πρβλ. ο χόρτος > το χόρτο)].