μισθό

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

και μιστό, το (Μ μισθό και μιστό)
1. μισθός
2. αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη
3. ηθική ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μισθός, με αλλαγή γένους κατά το αντίθετο κρίμα (το) «αδίκημα» (πρβλ. ο χόρτος > το χόρτο)].