ὑπόχλωρος

Revision as of 14:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A greenish yellow, pale, Hp.Prog.11, Fract.11, Arist. HA616a18, Sor.1.44,91.

German (Pape)

[Seite 1240] ein wenig grün, blaß grüngelb, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχλωρος: -ον, ὀλίγον χλωμός, κιτρινωπός, Ἱππ. Προγν. 401, περὶ Ἀγμ. 760, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
κάπως χλωμός, κιτρινοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χλωρός «κιτρινοπράσινος»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπόχλωρος: зеленоватый Arst.