ἐνδιήκω

Revision as of 15:19, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

English (LSJ)

A pervade, as the essence pervades the individuals of a class, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E. M.8.41.

German (Pape)

[Seite 834] sich hindurch erstrecken, darin sein, gezt. Emp. adv. math. 8, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιήκω: διήκω ἔν τινι, εἰσχωρῶ, διέρχομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 41.

Spanish (DGE)

fil. penetrar, traspasar, extenderse ref. propiedades y fenóm. elementales y naturales <θείας τινὰς δυνάμεις> ἐνδιήκειν τοῖς ὑλικοῖς στοιχείοις Xenocrates 213, πνεῦμα ... ἐνδιῆκον δι' ὅλου τοῦ κόσμου Placit.1.7.33, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E.M.8.41.

Greek Monolingual

ἐνδιήκω (Α)
εκτείνομαι ανάμεσα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιήκω: проходить насквозь: αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες Sext. общности, которыми пронизаны единичные предметы.