μαζοποιός

Revision as of 18:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

όν, A making barley-bread, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μαζοποιός: -όν, κατασκευάζων μᾶζαν, ἄρτον κρίθινον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α μαζοποιός)
νεοελλ.
στρατιώτης που ζυμώνει ψωμιά
αρχ.
αυτός που παρασκευάζει κριθαρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + -ποιός (< ποιῶ)].