μόλγινος

Revision as of 18:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

η, ον, A made of ox-hide, φυσητῆρες Theodorid. ap. Poll.10.187.

German (Pape)

[Seite 199] von Rindsleder gemacht, Poll. 10, 187 aus Theodorid.

Greek (Liddell-Scott)

μόλγῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος βοός, φυσητὴρ Πολυδ. Ιʹ 187.

Greek Monolingual

μόλγινος, -ίνη, -ον (Α) μολγός
κατασκευασμένος από δέρμα βοδιού.