πολυδιοίκητος

Revision as of 19:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

ον, A widely distributed, all-pervading, πνεῦμα Secund. Sent. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδιοίκητος: -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, πνεῦμα Σεκούνδου Γνωμ. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῦμα», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευ-διοίκητος].