πεντάσχοινος

Revision as of 10:20, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

ον, A five σχοῖνοι long: -σχοινον, = στάδιον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 557] fünf σχοῖνοι lang, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάσχοινος: -ον, ὁ ἔχων μῆκος πέντε σχοίνων· τὸ πεντάσχοινον = στάδιον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει μήκος πέντε σχοινιών, είδους μετρικής μονάδας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάσχοινον
(κατά τον Ησύχ.) «στάδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + σχοῖνος (πρβλ. τρί-σχοινος)].