παρίκω

Revision as of 10:20, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

[ῑ], A to be past, of time, Pi.P.6.43: pf. part., τῶμ παρικότων IG12(5).109.13 (Paros), unless pf. of πάρειμι (εἶμι ibo).

German (Pape)

[Seite 523] poet. = παρήκω, Pind. P. 6, 43; vgl. Böckh v.l. Ol. 4. 11.

Greek (Liddell-Scott)

παρίκω: [ῑ], ἀρχαῖος ποιητ. τύπος τοῦ παρήκω, ἐπὶ χρόνου, ἔχω παρέλθει, Πινδ. ΙΙ. 6. 43, πρβλ. Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 4. 11.

French (Bailly abrégé)

c. παρήκω.
Étymologie: παρά, ἵκω.

English (Slater)

παρῑκω
   1 go past τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ (v.l. παρήκει) (P. 6.43)

Greek Monolingual

Α
(για χρόνο) έχω παρέλθει, είμαι περασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵκω, ομηρ. τ. του ἥκω «έχω έλθει»].

Greek Monotonic

παρίκω: [ῑ], ποιητ. αντί παρήκω, λέγεται για χρόνο, έχω περάσει, έχω φύγει, έχω παρέλθει, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

παρίκω: (ῑ) Pind. = παρήκω.

Middle Liddell

poet. for παρήκω
of time, to be gone by, Pind.