περιεσταλμένως

Revision as of 10:25, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

Adv., (περιστέλλω) A covertly, Arr.Epict.3.7.13, D.L.7.16; τὰ αἰσχρὰ περιεσταλμένως ἀπαγγέλλειν gloss them over, cover them over discreetly, Theon Prog.2: gloss on εὐσταλέως, Erot.

German (Pape)

[Seite 575] adv. part. perf. pass. von περιστέλλω, versteckt, Schol. Ar. Equ. 18.

Greek (Liddell-Scott)

περιεσταλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περιστέλλω, κρυφίως, μυστικῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 13, Διογ. Λ. 16.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. κρυφά, μυστικά
2. με επιφύλαξη, με συστολή
3. με κομψό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσταλμένος του περιστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

περιεσταλμένως: [part. pf. pass. к περιστέλλω скрыто Diog. L.