συνευνάομαι

Revision as of 08:00, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

Pass., A = συνευνάζομαι, Hdt.6.69,107, Luc.VH2.46.

Greek (Liddell-Scott)

συνευνάομαι: Παθητ., = συνευνάζομαι, Ἡρόδ. 6. 69, 107, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 46.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
Pass.
s'unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάω.

Greek Monotonic

συνευνάομαι: Παθ., συν-ευνάζομαι, σε Ηρόδ., Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνευνάομαι [σύν, εὐνάω] naar bed gaan (met), slapen (met), met dat.. ἐδόκεε ὁ Ἱππίης τῇ μητρὶ τῇ ἑωυτοῦ συνευνηθῆναι Hippias droomde dat hij naar bed ging met zijn eigen moeder Hdt. 6.107.

Russian (Dvoretsky)

συνευνάομαι: Her., Luc. = συνευνάζομαι.

Middle Liddell

[Pass., = συνευνάζω, Hdt., Luc.]